δραπετεῦσαν

δραπετεῦσαν
δρᾱπετεῦσαν , δραπετεύω
run away
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοζάκοι — Ονομασία νομαδικών πληθυσμών, εγκατεστημένων κυρίως στις στέπες κατά μήκος του κάτω ρου των ποταμών Ντον και Δνείπερου. Συγκεντρωμένοι σε κοινότητες (όμπστσινι) οργανωμένες στρατιωτικά, ήταν χωρισμένοι σε εκατονταρχίες και μέσω των γενικών… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”